- στεατώδης
- -ες / στεατώδης, -ῶδες, ΝΑ και στητώδης, -ῶδες, Α [στέαρ -ατος]αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκιαρχ.γεμάτος στέαρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεατώδης — like tallow masc/fem acc pl (attic epic doric) στεατώδης like tallow masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στεατώδης like tallow masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδη — στεατώδης like tallow neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στεατώδης like tallow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στεατώδης like tallow masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατῶδες — στεατώδης like tallow masc/fem voc sg στεατώδης like tallow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδεα — στεατώδης like tallow neut nom/voc/acc pl (epic ionic) στεατώδης like tallow masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδεις — στεατώδης like tallow masc/fem acc pl στεατώδης like tallow masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατωδῶν — στεατώδης like tallow masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδεσι — στεατώδης like tallow masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδεσιν — στεατώδης like tallow masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
στητώδης — ῶδες, Α βλ. στεατώδης … Dictionary of Greek